- παπάρα
- η1. ψωμί μουσκεμένο μέσα σε νερό2. πρόχειρο φαγητό παρασκευασμένο από τρίμματα ψωμιού βρασμένα σε ζωμό, γάλα, λάδι ή κρασί3. μτφ. έντονη επίπληξη, προσβολή, κατσάδιασμα4. παροιμ. «όποιος διαλέγει τη λαγάρα, παίρνει την παπάρα» — όσοι δυσκολεύονται να επιλέξουν τελικά αποτυγχάνουν.[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. popara (< ρ. popariam «ζεματίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.